Τόμους

Τόμους
Τόμος
slice
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τόμους — τόμος slice masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρολογία — Κλάδος της θεολογίας που ασχολείται με τη μελέτη του βίου και ιδίως με την έρευνα και τη σπουδή των συγγραμμάτων των Πατέρων της Εκκλησίας. Εδικότερα, η π. εξετάζει το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, τη γνησιότητα ή μη των έργων τους,… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

  • εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • ελζεβίρ — (ElzevierElsevier). Επώνυμο οικογένειας Ολλανδών εκδοτών, τυπογράφων και βιβλιοπωλών, που δραστηριοποιήθηκαν σε διάφορες πόλεις από τα τέλη του 16ου έως τις αρχές του 18ου αι. Ιδρυτής του οίκου των Ε. ήταν ο Λουδοβίκος Α’ (1540 1617), ο οποίος… …   Dictionary of Greek

  • μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) …   Dictionary of Greek

  • Βρεττάκος, Νικηφόρος — (Κροκεές Λακωνίας 1912 – 1991). Ποιητής και πεζογράφος. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο πατρικό του κτήμα στην Πλούμιτσα, κοντά στον Ταΰγετο, και τα μαθητικά του στις Κροκεές και το Γύθειο. Νέος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για σπουδές που δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ντ’ Ορς, Εουχένιο — (Eugeni D’ Ors, Βαρκελώνη 1882 – Βιλιανουέβα ι Χελτρού 1954). Ισπανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος, τεχνοκρίτης και συγγραφέας. Άρχισε τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του γράφοντας στην καταλανική γλώσσα, αλλά από το 1920 έως τον θάνατό του έγραψε όλα τα …   Dictionary of Greek

  • ανθολογία — Συλλογή κειμένων που αποβλέπει να κάνει γνωστά ποιήματα ή αποσπάσματα πεζογραφημάτων, τα οποία επιλέγονται μέσα από το έργο συγγραφέων αναγνωρισμένης αξίας. Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται συνήθως στη λογοτεχνία, μπορεί όμως να σημαίνει και μουσικές …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”